τοὐπίσω

τοὐπίσω
ἐπίσω , ἔπισος
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
ἐπίσω , ἔπισος
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
ἐπίσω , ἐφίζω
set upon
aor subj act 1st sg (ionic)
ὀπίσω , ὀπίσω
backwards
indeclform (adverb)
ὀπίσω , ὀπίζω
extract juice from
aor subj act 1st sg
ὀπίσω , ὀπίζω
extract juice from
fut ind act 1st sg
ἐπί̱σω , πιπίσκω
give to drink
aor ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουπίσω — Α κράση αντί τo ὀπίσω …   Dictionary of Greek

  • MYRMECOLEON — Graece Μυρμηκολἐων, quasi Formicaleo, apud Iobum c. 4. v. 11. iuxta LXX. Interp. Μυρμηκολέων ώλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορὰν, Myrmecoleo periit, eo quod non haberet escam: Gregorio in Iobum, animalculum est formicis insidiosum, quasi leo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • οπισαμβώ — ὀπισαμβώ, ἡ (Α) (κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. τού ἀναβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • οπισθορμώ — ὀπισθορμῶ, έω (Α) ορμώ, σπεύδω προς τα πίσω («ὀπισθορμήσας εἰς τοὐπίσω χωρήσας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ὁρμῶ] …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • όπισσος — ὄπισσος και δ. γρφ. ὀπίσσοος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἰς τοὐπίσω ἐπάνω φέρεσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”